- ομηλικία
- ὁμηλικία και ιων. τ. ὁμηλικίη, ἡ (Α) [ομήλιξ]1. σύμπτωση, ταύτιση ηλικίας2. (ως περιλπτ.) σύνολο, νεαρών ιδίως, ατόμων που έχουν την ίδια ηλικία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὁμηλικία — ὁμηλικίᾱ , ὁμηλικία sameness of age fem nom/voc/acc dual ὁμηλικίᾱ , ὁμηλικία sameness of age fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμηλικίας — ὁμηλικίᾱς , ὁμηλικία sameness of age fem acc pl ὁμηλικίᾱς , ὁμηλικία sameness of age fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμηλικίαν — ὁμηλικίᾱν , ὁμηλικία sameness of age fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμηλικίη — ὁμηλικία sameness of age fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμηλικίην — ὁμηλικία sameness of age fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμηλικίης — ὁμηλικία sameness of age fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμηλικίῃ — ὁμηλικία sameness of age fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεθηλικία — και ιων. τ. μεθηλικίη, ἡ (Α) [μεθήλιξ] η κατάσταση ή η σχέση ανθρώπων που έχουν την ίδια ηλικία, ομηλικία … Dictionary of Greek